- αλληλόχρεος
- -η, -οαυτός που συνδέεται με κάποιον με αμοιβαίο χρέος: Οι δυο αυτοί έμποροι έχουν αλληλόχρεο λογαριασμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλληλόχρεος — ον (Α ἀλληλόχρεος) ο συνδεδεμένος με αμοιβαία χρήση πράγματος 2. ο υφιστάμενος με σχέση αμοιβαίου χρέους 3. στον πληθ. αλληλόχρεοι αυτοί που χρωστούν ο ένας στον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + χρέος] … Dictionary of Greek
αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… … Dictionary of Greek